ὠτίδα

ὠτίδα
ὠτίς
bustard
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ωτίδα — (otis). Γένος πτηνών της οικογένειας των ωτίδων, που ανήκει στην τάξη των γερανόμορφων. Τα πουλιά αυτά ζουν στις παραμεσόγειες χώρες και σε πολλές περιοχές της Ασίας, της Αυστραλίας και της ανατολικής Αφρικής. Το μήκος του σώματός τους φτάνει περ …   Dictionary of Greek

  • χαμωτίδα — η, Ν ζωολ. κοινή ονομασία είδους τού μικρού αγριόγαλου, πτηνού γνωστού με την επιστημονική ονομασία Otis tetrax. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χάμω (βλ. λ. χαμ[αι] ) + ωτίδα (< ὠτίς, ίδος, ονομ. πτηνού)] …   Dictionary of Greek

  • ωτίς — ίδος, η, / ὠτίς, ΝΜΑ βλ. ωτίδα …   Dictionary of Greek

  • Φθιώτιδα — Φθῑώτιδα , Φθιῶτις to Phthia fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”